Γιατί λένε ότι οι Χιώτες πάνε δυο-δυο

Του Γ. Μ. Ζησιμόπουλου

σκίτσο: Γιώργου Ζυμαράκη (ΖΥΜ)

σκίτσο: Γιώργου Ζυμαράκη (ΖΥΜ)

Πολλά έχουν υποστηριχθεί για να αιτιολογήσουν το πασίγνωστο ότι «οι Χιώτες πάνε δυο-δυο». Από τα πιο σοβαρά έως τα πιο αστεία για να μην τα πούμε φαιδρά, αλλά και χυδαία.
Ένα από όλα αυτά, το οποίο μάλιστα γίνεται προσπάθεια να καλυφτεί κάτω από το μανδύα μιας ιστορικής πραγματικότητας, ανύπαρκτης εν τούτοις έχει να κάνει με το εξής:
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν ένας Τούρκος έβλεπε έναν Χιώτη τον υποχρέωνε λέγεται, να τον μεταφέρει στους ώμους του. Για το λόγο αυτό οι Χιώτες πονηροί και όχι έξυπνοι, όντες, πηγαίνανε ανά δύο και μόλις βλέπανε Τούρκο έπαιρνε ο ένας τον άλλο στην πλάτη του για όσο διάστημα χρειαζόταν να περάσει ο κίνδυνος.
Η αιτιολόγηση αυτή έχει βεβαίως ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ερμηνεύει έστω και ακροθιγώς το πώς προήλθε η ρήση αυτή.
Προϋποθέτει πριν απ όλα γεγονότα και καταστάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αντέξουν σε λογική βάσανο.
Πουθενά δεν μαρτυρείται ότι ίσχυε κάτι τέτοιο, οπουδήποτε μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολύ δε περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να ισχύσει μια τέτοια απαξιωτική συμπεριφορά έναντι των ραγιάδων στη Χίο.
Το νησί ήταν από τα πιο ευνοημένα μέρη της Αυτοκρατορίας.
Εκτός από την προωθημένη ακόμα και στις μέρες μας τοπική αυτοδιοίκηση έστελναν στην ίδια την Κωνσταντινούπολη αντιπροσώπους οι οποίοι φρόντιζαν για τα συμφέροντα των κατοίκων της Χίου στην Υψηλή Πύλη. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιωάννης Ψυχάρης εκ πατρός πάππος του γλωσσολόγου Γιάννη Ψυχάρη. Τα προνόμια που είχαν οι Χιώτες την περίοδο αυτή δεν είχαν παρά ελάχιστη μόνο σχέση με την παραγωγή του Μαστιχιού. Μαστίχι παραγόταν και το 1822, το γεγονός όμως αυτό δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τις σφαγές. Εξ αιτίας της ξεχωριστής θέσης που είχε στην Αυτοκρατορία η Χίος ήταν λογικά το τελευταίο θα λέγαμε μέρος της Αυτοκρατορίας στο οποίο θα ανέμενε κάποιος να ξεσπάσει επανάσταση. Για το λόγο αυτό και η οργή του Σουλτάνου εκδηλώθηκε με τέτοια βιαιότητα.
Αλλά και τα αποτρεπτικά μιας τέτοιας συμπεριφοράς των Τούρκων να μην ίσχυαν, οι ίδιοι δεν έχουν την ιδιότητα εξ ορισμού ανόητου, μόνο και μόνο επειδή η λέξη μπουνταλάς είναι τουρκική. Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι από ένα σημείο και μετά θα καταλάβαιναν το τέχνασμα οπότε οι συνέπειες σε βάρος των ραγιάδων, έστω και αν αυτοί ήταν οι προνομιούχοι Χιώτες, θα ήταν οδυνηρές. Κάτι τέτοιο όμως δεν μαρτυρείται πουθενά. Πέραν αυτού όμως ποια δύναμη, σε τελευταία ανάλυση, θα εμπόδιζε τον Τούρκο να απαιτήσει να κατέβει ο φερόμενος και να πάρει αυτός τη θέση του στους ώμους του φέροντος;
Κάτι άλλο συνεπώς φαίνεται να κρύβεται πίσω από τη φράση αυτή.
Ας κάνουμε λοιπόν μια υπόθεση.
Είναι γνωστό ότι οι Χιώτες από πολύ παλιά διέπρεψαν στο εμπόριο και γενικότερα σε ασχολίες οι οποίες απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς. Η όλη τους πολιτεία κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας τεκμηριώνει με επάρκεια τον ισχυρισμό αυτό. Είναι γνωστό ότι τα προνόμια που είχαν αποσπάσει αρχικά τα διατήρησαν και τα διεύρυναν με την πάροδο του χρόνου καθόλη τη διάρκειά της, εκτός βέβαια από το 1822.
Οι ιδιότητες αυτές μόνο με εκείνες των Εβραίων θα μπορούσαν να συγκριθούν. Η εμπορική και γενικότερα η δεινότητα των τελευταίων στις κάθε είδους συναλλαγές είναι γνωστή και αναγνωρισμένη από όλους. Το ότι λοιπόν ποτέ δεν εντοπίστηκε άξια λόγου Εβραϊκή κοινότητα στη Χίο, δείχνει ακριβώς ότι δεν μπορούσαν να βρουν πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια των δεξιοτήτων τους αυτών. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει μαρτυρία σύμφωνα με την οποία κατά τη δεκαετία του 1830, μετεγκαταστάθηκε ο Ισαάκ Γιουσουρούν από τη Σμύρνη στη Χίο, όπου άλλαξε το επώνυμό του σε Γιουσουρούμ. Το γεγονός της μετακίνησης του αυτής μπορεί να εξηγηθεί από το ότι οι πολύ πρόσφατες ακόμα τότε σφαγές εξάρθρωσαν κάθε παραγωγική και γενικότερα οικονομική δραστηριότητα. Το κενό θέλησαν προφανώς να το καλύψουν οι Εβραίοι μεταξύ των οποίων και ο Γιουσουρούμ. Δεν μπόρεσε όμως να ριζώσει εκεί, και το 1860 έφυγε. Αργότερα ο γιός του Μποχώρ άνοιξε ραφείο στην Αθήνα στην περιοχή που αργότερα, πήρε ατύπως το επώνυμό του. Όπου αλλού εγκαταστάθηκαν, στη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, στα Γιάννενα και στην Κωνσταντινούπολη την ίδια, η παρουσία τους ήταν καταλυτική. Ο λόγος ήταν ότι κάλυψαν ένα κενό στη λειτουργία των κοινωνιών αυτών, προς όφελος και των ιδίων φυσικά, κάτι για το οποίο οι τοπικοί πληθυσμοί τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά ήταν ανεπαρκείς.
Στη Χίο βεβαίως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Αντίθετα υπήρχε υπερεπάρκεια ανθρώπων με τις ιδιότητες αυτές, γεγονός το οποίο επέτρεψε στους Χιώτες να επεκταθούν και να ιδρύσουν υποκαταστήματα σε πολλές απομακρυσμένες πόλεις, όπως για παράδειγμα η Οδησσός και η Αλεξάνδρεια. Ας σκεφτούμε ακόμα ότι ο πατέρας του Κοραή τον έστειλε αρχικά στο Άμστερνταμ όπου ο ίδιος είχε οικονομικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ακόμα ότι η ανάπτυξη της Ερμούπολης οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην παρουσία εκεί των προσφύγων της καταστροφής του 1822 οι οποίοι αξιοποίησαν τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που προσέφερε η θέση της Σύρου στους εμπορικούς δρόμους της εποχής. Έτσι ένας άγονος βράχος όπως η Σύρος της οποίας μάλιστα το όνομα στα Φοινικικά έχει ακριβώς αυτή την έννοια (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το όνομά της το πήρε από τους πρώτους της κατοίκους που έφτασαν εκεί από την Τύρο την οποία πρόφεραν Σουρ), έγινε το πρώτο και για ένα διάστημα το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο της νεώτερης Ελλάδας.
Χιώτες λοιπόν πολύ νωρίς, ίσως από δικές τους εμπειρικές παρατηρήσεις εφάρμοσαν έναν από τους βασικότερους κανόνες σε κάθε διαπραγμάτευση. Σύμφωνα με αυτόν το κάθε μέρος πρέπει να αποτελείται από δύο τουλάχιστον μέλη από τα οποία όμως μόνο το ένα έχει τον πρώτο λόγο. Τα άλλο απλώς παρακολουθεί, κρίνει και υποστηρίζει. Και αυτό γιατί το πρόσωπο που έχει τον πρώτο ρόλο, λογικό έναι ότι δεν είναι σε θέση να παρακολουθεί, να θυμάται όλα όσα χρειάζεται, και να σταθμίζει κάθε στοιχείο της, ώστε να μπορεί να αντιδρά ανάλογα. Χρειάζεται ακόμα ο δεύτερος για ψυχολογική υποστήριξη σε περίπτωση που το κλίμα της συνάντησης είναι αρνητικό αλλά και για μάρτυρας έναντι των εντολέων τους, ώστε να αποκλειστεί ότι έγινε κάτι που δεν έπρεπε. Οι Χιώτες λοιπόν πήγαιναν ανά δύο στις σχετικές συναντήσεις.
Οι άλλοι βεβαίως εντόπισαν την τακτική αυτή των Χίων, αλλά προφανώς δεν αντιλήφτηκαν τη σημασία της ή δεν έδωσαν το βάρος που της άρμοζε. Ίσως να την θεώρησαν μιαν ακόμα πονηριά ή και ιδιορρυθμία τους, άξια μόνο υποτιμητικού και γεμάτου υπονοούμενα σχολιασμού.
Σε περίπτωση τελικά που έβλεπαν κάποιους να πηγαίνουν συνεχώς ανά δύο τους κοροΐδευαν με τη γνωστή αυτή φράση.
Βεβαίως η δεύτερη αυτή αιτιολόγηση, στηρίζεται σε μια υπόθεση η οποία μπορεί να είναι σωστή πιθανόν όμως να είναι και εσφαλμένη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν είναι εντελώς αυθαίρετη όπως αυτή που επικρατεί για την οποία δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο στο οποίο να είναι δυνατόν να στηριχτεί, εκτός από το ότι κάποτε τη Χίο την κρατούσαν οι Τούρκοι.-

Γ. Μ. Ζησιμόπουλος



Κατηγορίες:Πολιτιστικά

1 replies

  1. «Το ότι λοιπόν ποτέ δεν εντοπίστηκε άξια λόγου Εβραϊκή κοινότητα στη Χίο» ειναι κατα την ταπεινη μου γνωμη τουλαχιστον ανακριβες . Λιγο ψαξιμο στο διαδικτυο θα αποκαλυψει την πολυχρονη (απο τα χρονια του βασιλια Ηρωδη -ναι του γνωστου μας , εως και τα χρονια της κατοχης οποτε εκτοπιστηκε βιαια απο τους Γερμανους η τελευταια οικογενεια Μενασση) παρουσια αξιολογοτατης Ισραηλιτικης κοινοτητας στη Χιο.

Σχολιάστε